- ποταμόχοος
- ποτᾰμό-χοος, ον, [var] contr. -χους, ουν, = sq., ἡ π. (sc. γῆ) HeroA *Geom.23.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμοχόου — ποταμόχοος *Geom. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμόχους — ουν, και ποταμόχοος, ον, Α το θηλ. ως ουσ. η ποταμόχους (ενν. γη) ποταμόχωστη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χόος / χοῦς (< χέω) πρβλ. σπονδό χους] … Dictionary of Greek